μεταφορά

μεταφορά
Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή τονικότητας (κλίμακας). ελεύθερη μ. (Φυσ.). Απώλεια θερμότητας κατά την κατακόρυφη διεύθυνση που παρατηρείται, όταν το περιβάλλον ρευστό κυκλοφορεί ελεύθερα, χωρίς να υπάρχουν ρεύματα. Στην περίπτωση αυτή, η ροή θερμότητας προκαλείται από διαφοροποιήσεις στην πυκνότητα του ρευστού, που δημιουργούνται από κάποια θερμική διαστολή. Ο ρυθμός ψύξης κάτω από αυτές τις συνθήκες υπακούει στον εκθετικό νόμο 4/5, σύμφωνα με τον οποίο ο ρυθμός απώλειας της θερμότητας ενός σώματος είναι ανάλογος προς την 4/5 δύναμη της διαφοράς θερμοκρασίας του από την ελάχιστη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Στην περίπτωση που η διαφορά θερμοκρασίας του σώματος από το περιβάλλον του είναι μικρή, τότε μπορεί να εφαρμοστεί ο νόμος ψύξης του Νεύτωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο ρυθμός απώλειας θερμότητας από ένα σώμα είναι ανάλογος προς τη διαφορά θερμοκρασίας του σώματος από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. μ. θερμότητας (Φυσ.). Η μετάδοση θερμικής ενέργειας με μετακίνηση της μάζας ενός ρευστού, από ένα σημείο σε ένα άλλο. Μεταφορά παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ένα υγρό ή ρευστό που θερμαίνεται ανομοιόμορφα. Το φαινόμενο συνίσταται στη διακίνηση ύλης από τη θερμή ζώνη στην ψυχρή· αυτή η κίνηση προκαλεί τη μεταφορά θερμικής ενέργειας με αφαίρεση θερμότητας από τη θερμή ζώνη και εκχώρηση στην ψυχρή. Με το φαινόμενο της μ. εξηγείται, παραδείγματος χάριν, ο ελκυσμός των καπνοδόχων. Μια καπνοδόχος προκαλεί επικοινωνία του ψυχρού αέρα του περιβάλλοντος με τον θερμό του χώρου καύσης. Έτσι σχηματίζεται ρεύμα αέρα (μεταφορά) που παρασύρει και τα πτητικά προϊόντα της καύσης. Ακόμη η μ.θ. επιτελεί καίριο ρόλο στα καιρικά φαινόμενα (μηχανισμός διάδοσης της θερμότητας στους ωκεανούς) και στο ανθρώπινο σώμα, στο οποίο αποτελεί τον βασικό μηχανισμό διάδοσης της θερμότητας μέσω της ροή του αίματος.
* * *
η (ΑΜ μεταφορά, Μ και μεταφορά) [μεταφέρω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφέρω, μετακόμιση, μετατόπιση, μετακομιδή, κουβάλημα («η μεταφορά τών επίπλων μού στοίχισε μια περιουσία»)
2. η χρήση ενός όρου πλησιέστερου στην εμπειρία προκειμένου να εκφραστεί με αναλογική αντικατάσταση μια αφηρημένη έννοια χωρίς παρεμβολή κάποιου στοιχείου από το τυπικό τής γλώσσας το οποίο να εισαγάγει μια παρομοίωση (α. «ο χειμώνας τής ζωής» — τα γηρατειά
β. «σιδηροῑς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μεταγλώττιση, μετάφραση
2. μτφ. νοερή μετάβαση από έναν τόπο σε άλλο ή από μια εποχή σε άλλη
3. (στη λογιστ.) α) η καταχώριση από τα ημερολόγια στα καθολικά και η αναγραφή ορισμένων ποσών ή συνόλων από σελίδα σε σελίδα, από λογαριασμό σε λογαριασμό και από βιβλίο σε βιβλίο
β) φρ. «εις μεταφοράν» — φράση που σημειώνεται μετά από το άθροισμα τών κονδυλίων μιας σελίδας λογιστικού βιβλίου και σημαίνει ότι το άθροισμα αυτό μεταγράφεται στην αρχή τής επόμενης σελίδας συνοδευόμενο από τη φράση «εκ μεταφοράς»
4. (γραφ. τέχν.) η μετατύπωση κειμένου, σχεδίου ή εικόνας, που πρόκειται να εκτυπωθεί, από ένα ενδιάμεσο φέρον μέσο —λ.χ. χημικό χαρτί ή φωτογραφικό φίλμ— στο τελικό μέσο εκτύπωσης, όπως είναι, λ.χ., η λιθογραφική πλάκα ή το μεταλλικό έλασμα
5. μουσ. μετάθεση ενός μουσικού έργου σε άλλο τονικό ύψος, κν. τρανσπόρτο
6. φυσ. η κίνηση ενός στερεού σώματος κατά τη διάρκεια τής οποίας όλα τα σημεία του διατηρούν ορισμένη σταθερή διεύθυνση σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή
7. (φυσ.-μετεωρ.) διαδικασία μετάδοσης τής θερμότητας μέσω τής κίνησης ενός θερμότερου ρευστού
8. στον πληθ. οι μεταφορές
συγκοιν. το σύνολο τών διαφόρων τρόπων μετακίνησης προσώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (α. «αστικές μεταφορές» β. «αεροπορικές μεταφορές» γ. «θαλάσσιες μεταφορές»)
9. φρ. α) «αριθμοί μεταφοράς»
χημ. εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στην ηλεκτροχημεία και οι οποίες παρέχουν το κλάσμα τού ολικού ρεύματος το οποίο μεταφέρεται από ένα ιόν μέσα σε ένα διάλυμα
β) «γραμμή μεταφοράς»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρική γραμμή η οποία μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια από τον σταθμό παραγωγής στους σταθμούς κατανομής ή από τους σταθμούς κατανομής στους υποσταθμούς
γ) «χαρτί μεταφοράς»
(φωτογρ.) ειδικό χαρτί που επιτρέπει την αποτύπωση μιας εικόνας σε άλλη επιφάνεια με τον ίδιο τρόπο που γίνεται στις χαλκομανίες
δ) (οικον.) «μεταφορά κεφαλαίων» — διακίνηση ιδιωτικών κεφαλαίων από χώρα σε χώρα ή από τράπεζα σε τράπεζα
ε) «μέσα μεταφοράς
βλ. μέσο
στ) «σύμβαση μεταφοράς»
(νομ.) άτυπη, αμφοτεροβαρής εμπορική πράξη η οποία γίνεται από δύο πλευρές με χαρακτήρα μίσθωσης έργου και με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, δηλαδή ο μεταφορέας, αναλαμβάνει να μεταφέρει πρόσωπα ή πράγματα σε ορισμένο τόπο και σε καθορισμένο χρόνο και ο άλλος συμβαλλόμενος, δηλαδή ο επιβάτης, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή
αρχ.
αλλαγή τής φάσης τής Σελήνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταφορά — μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc/acc dual μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορᾷ — μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορά — η 1. μετακίνηση προσώπων, ζώων, πραγμάτων κτλ. σε άλλο τόπο: Η μεταφορά του ασθενή έγινε με ελικόπτερο. 2. (γραμμ.), σχήμα λόγου, όταν μια λέξη ή φράση δεν αποδίδεται κυριολεκτικά, αλλά με παραβολή ή παρομοίωση, π.χ. καυτές ειδήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • μεταφορᾶι — μεταφορᾷ , μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφοράν — μεταφορά̱ν , μεταφορά transference fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφοράς — μεταφορά̱ς , μεταφορά transference fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφοραῖς — μεταφορά transference fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφοραί — μεταφορά transference fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορᾶς — μεταφορά transference fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”